Καύνιοι

Καύνιοι
Καύνιος
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καύνιος — Καύνιος, ία, ον (Α) [Καύνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Καρίας Καύνο ή που κατάγεται από την Καύνο («οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. α) «ἡ Καυνία βοῡς» για περιπτώσεις ματαιοπονίας, γιατί η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”